- εύθρυπτος
- -η, -ο (ΑΜ εὔθρυπτος, -ον)αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («εὔθρυπτος αὐχήν», Αριστοτ.)2. αυτός που θρυμματίζεται εύκολα, αυτός που τρίβεται εύκολααρχ.1. (για τον αέρα) αυτός που διαιρείται, που διαχωρίζεται εύκολα («εὔθρυπτος ἀήρ», Αριστοτ.)2. (για κρέας ή ψάρι) ο εύπεπτος3. μτφ. ο εξασθενημένος, ο εξαντλημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρυπτός (< θρύπτω «συντρίβω, σπάζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.